οινοποιός

οινοποιός
-ό (Α οἰνοποιός, -όν)
1. αυτός που παράγει κρασί
2. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρασκευάζει κρασί
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η οινοποιός
βιομήχανος ιδιοκτήτης οινοποιείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οινοποιός — ο αυτός που παρασκευάζει κρασιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • βουτυροποιός — ο ο βουτυροκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούτυρο (ν) + ποιός < ποιώ ( έω) (πρβλ. αλλαντοποιός, ζυθοποιός, οινοποιός κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Βυζαντίου Σκαρλάτου] …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • οινοποιία — η (Α οἰνοποιία) [οινοποιός] το σύνολο τών τεχνικών και διεργασιών τής οινοποίησης και συντήρησης τών κρασιών νεοελλ. οικοτεχνική, βιοτεχνική ή βιομηχανική εγκατάσταση παραγωγής κρασιού …   Dictionary of Greek

  • οινοποιείο — το εργοστάσιο παρασκευής οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • οινοποιώ — οἰνοποιῶ, έω (Α) [οινοποιός] παρασκευάζω κρασί, παράγω κρασί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”